κομβώνω

κομβώνω
κομβώνω (Μ) [κομβώ]
περιγελώ, κοροϊδεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κομβωτής — κομβωτής, ὁ (Μ) [κομβώνω] απατεώνας …   Dictionary of Greek

  • κομβώ — κομβῶ, όω (AM) [κόμβος] κουμπώνω μσν. κομβώνω* …   Dictionary of Greek

  • κομπώνω — (Μ κομπώνω) 1. εξαπατώ, ξεγελώ («καὶ τώρα τὸν ἐμπόδισε κι εὑρέθη κομπωμένος», Χρον. Moρ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κομπωμένος, η, ο α) ψεύτικος, απατηλός β) φαντασμένος, επηρμένος μσν. δένω κάποιον με μάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κομβῶ, όω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”